08 Δεκεμβρίου 2009

Η επανάσταση θέλει ζεστά ρούχα

Αναρτήθηκε από… Τσαούσα

Δε λέει.
Οι οδομαχίες με παχαίνουν.

Πήρα δυο κιλά από την ημέρα που άρχισε να τιμάται η μνήμη του δολοφονημένου Αλέξανδρου.

Από το Σάββατο τρώω πατατάκια μπροστά στον υπολογιστή και διαβάζω στα blogs για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, σε μια χώρα, που δεν χωράει καμία απάντηση.

Και να οι φωτογραφίες, και να τα ξερολούκουμα.
Χόρτασε το μάτι μου αντιεξουσιαστή.
Χάθηκε η σκέψη μου στο είναι τους.

Προσπαθούσα να τους φανταστώ μερικά κλικ πριν τραβηχτούν οι φωτογραφίες.
Την ώρα που ξύπναγαν το πρωί για να πάρουν τους δρόμους.
Έβαζαν ξυπνητήρι άραγε, ή το είχαν έννοια και σηκώνονταν μονάχοι τους;
Ή μήπως τους ξύπναγε η μάνα τους;

Σκέφτηκα ότι οι περισσότεροι έβαλαν το ξυπνητήρι του κινητού τους.
Όλοι μας, αντιεξουσιαστές και μη, με το κινητό ξυπνάμε πια.

Προσπάθησα να δω τον ήρωα μου ξεκάθαρα.
Τον Σταύρο ας πούμε.

Σηκώθηκε 9 παρά, με το κεφάλι κουδούνι.

Την πουτάνα την Αλβανόφουντα, θα έπρεπε να την πουλάνε με ένα κουτί ασπιρίνες δώρο.

Σύρθηκε με τις παντόφλες μέχρι το μπάνιο, και έριξε λίγο νερό στα μούτρα του.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
"Να πλύνω δόντια;" αναρωτήθηκε.

Αποφάσισε να μην τα πλύνει, μια και δεν θα χρειαζόταν να γελάσει εκεί που πήγαινε.
Έφτιαξε με τα χέρια τα μαλλιά και γύρισε στο υπνοδωμάτιο του.

Άρχισε να ντύνεται.
Τζινάκι μαύρο, στενό, φανελάκι μαύρο...και ξαφνικά:

-"...Ρε μάνα, η μαύρη μπλούζα με την κουκούλα πού είναι;;;"
-"Στη βεράντα, πλυμένη αγόρι μου!".
-"Γιατί την έπλυνες γαμώ το μουνί μου μέσα;!!"
-"Βρώμαγε παιδάκι μου, τι να κάνω; Βάλε το κόκκινο πουλόβερ".
-"Άσε τις μαλακίες και φέρε να τη στεγνώσουμε!"

Στεγνώνει εύκολα το φούτερ; Δεν στεγνώνει.
Τρία τέταρτα τη γυρνούσε τη μπλούζα σαν τηγανίτα, πάνω στο καλοριφέρ ο Σταύρος.
Τελικά τη φόρεσε μισοβρεγμένη κι έφυγε.

Τα παιδιά βρίσκονταν ήδη στο σημείο συνάντησης.
Όλα με βρεγμένο φούτερ.

Μα τι μαλακία αυτές οι μανάδες να βάζουν κάθε Παρασκευή μπουγάδα!

Ξεκίνησαν να βρουν και τους υπόλοιπους.
Στον δρόμο έκανε παγωνιά.

-"Το΄χω δαγκώσει απ΄το κρύο ρε πούστη" λέει σε μια στιγμή ο Σταύρος στον διπλανό του.
-"Κι εγώ ρε μαλάκα, τι θα κάνουμε;".
-"Υπομονή, θα μας ζεστάνουν τα μπατσόνια" απαντάει ένας πιο δίπλα, αλλά δεν τον κατάλαβαν γιατί χτυπούσανε τα δόντια του, κι ακούστηκε "Μουνί τα χιόνια".

Δεν είχε δίκιο όμως.
Οι μπάτσοι δεν έκαναν τίποτα για να τους ζεστάνουν.
Τα παιδιά που ήταν εκεί, είχαν ανάψει φωτιές σε κάδους και στεγνώνανε από μόνα τους.

Ο Σταύρος πλησίασε με την παρέα του έναν ωραίο κάδο.
Άπλωσαν τα χέρια και η θαλπωρή της φωτιάς τους αγκάλιασε αμέσως.
Τι γλύκα!
Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του.
Συγκινήθηκε.

"Γαμώ τα καλοριφέρ σας, βολεμένα ανθρωπάκια, μικροαστικά σκουλήκια, η επανάσταση είναι δική μας!" σκέφτηκε, κι ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει.

Ένας πιο πέρα, έψηνε καλαμπόκια.

Ο Σταύρος μοιράστηκε μισό με τον κολλητό του.
-"Νόστιμο ρε μαλάκα, ε;"
-"Είναι το όραμα που το κάνει νόστιμο, γαμώ τα κοκκινιστά τους και τα κοτόπουλα στον φούρνο".
-"Εμένα η μάνα μου κάνει ωραίο γιουβέτσι".
-"Η δικιά μου του βάζει πολλή ντομάτα".
-"Έτσι της μάθανε τα αφεντικά της, έτσι κάνει".
-"Την υπεραξία της ντομάτας την καρπώνεται το γιουβέτσι, όπως το κεφάλαιο καρπώνεται την υπεραξία του εργάτη".
-"Ρε μαλάκα, πείνασα, δεν πάμε να φύγουμε;"
-"Πάμε, αλλά δεν θυμάμαι γιατί ήρθαμε".

Ο Σταύρος κι ο κολλητός, προσπάθησαν να σπάσουν το μέτωπο των μπάτσων, προκειμένου να βρουν ταξί.
Δυσκολεύτηκαν.
Ένα γομάρι χωρίς διακριτικά, τους βούτηξε από την κουκούλα κι άρχισε να τους βαράει.

Ο Σταύρος έπεσε κάτω μισολιπόθυμος κοιτώντας τον μουντό ουρανό, με το στόμα ορθάνοιχτο.
Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του σαν σφαίρα:
"Έπρεπε να τα πλύνω το πρωί τα δόντια μου ο μαλάκας! ".


ΥΓ.
Η επανάσταση πάλι δεν πέτυχε.
Αλλά ο μπάτσος τέλος του μηνός θα πληρωθεί.

Επιστροφή στην αρχική σελίδα

Δεν υπάρχουν σχόλια: