Πρώτη Δημοτικού ζωγράφισα στους τοίχους της τάξης μου κάτι τεράστιες καρδιές για τον Δημήτρη.
Με ξέχεσε η δασκάλα, μετά ο διευθυντής και ύστερα η μάνα μου, αλλά αυτός ο ιγκουάνας δεν κατάλαβε τίποτα.
Στην Τρίτη Δημοτικού που είδε επιτέλους ότι γυαλίζει το μάτι μου όταν τον κοιτάζω και με στρίμωξε στη γωνία να με φιλήσει, έβαλα τα κλάματα.
Συγκίνηση ήταν, η συνήθεια της ιδέας πως με είχε χεσμένη ήταν, δεν ξέρω.
Ξέρω μόνο ότι τρόμαξε και από τότε έπαθε το κεφάλι του αγκύλωση να κοιτάζει αντίθετα από κει που βρισκόμουν.
Όταν μεγάλωσε έγινε σιδεράς, χωρίς να γνωρίζω τι μερίδιο ευθύνης έχω.
Τον ξερωτεύτηκα στην Τετάρτη Δημοτικού και ερωτεύτηκα τον Τάκη που τον είχα πρόχειρο, γιατί τον γούσταρε η κολλητή μου.
Αυτός όμως δε μας έδινε σημασία.
Κρέμα αραβοσίτου το μάτι του. Μόνο στον πίνακα στραβωνόταν.
Σήμερα είναι γιατρός με έδρα στο Πανεπιστήμιο και έτσι εξηγείται η ακαυλίαση.
Ελπίζω να άρχισε να πηδάει.
Πρώτη Γυμνασίου ερωτεύτηκα έναν φοιτητή που νοίκιαζε απέναντι από το σπίτι μου.
Τον πέτυχα στο πτυχίο, οπότε σε λίγα μηνάκια έφυγε.
Κι έφυγα κι εγώ για το Αγλαϊα Κυριακού με ασθενοφόρο, παίρνοντας μαζί μου έναν σαραντάρη πυρετό και κάτι λιποθυμίες.
Οι γιατροί είπαν ότι ήταν ψυχολογικά τα αίτια και μου έκαναν ερωτήσεις.
Σιγά μην τους έλεγα τι αηδία είχα πάθει.
Μετά ερωτεύτηκα τον Μιχάλη, σερβιτόρο στο Καφέ που άραζα στις κοπάνες.
Δεκατεσσάρων ήμουν και ένιωθα πια έτοιμη να διεκδικήσω το υποκείμενο του πόθου μου.
Του το είπα στα ίσα, όπως μου είπε κι αυτός στα ίσα να βγάλω πρώτα βυζάκια και να ξαναπάω.
Σήμερα διδάσκει Μαθηματικά σε Λύκειο.
Με τον Μιχάλη δε μάσησα να αρρωστήσω και εκτός από κάτι κλάματα που έριξα σε ένα και μοναδικό χαρτομάντιλο, άρχισα να ψάχνω τον επόμενο.
Τον βρήκα. Κώστας.
Ωραίος γκόμενος, ψηλός, κάπως πουρό, γιατί ήταν στα 23.
Με φίλησε. Φορούσε ωραία κολόνια, η πρώτη που μύριζα.
Στο δεύτερο ραντεβού πήγα με σκισμένο βρακί γιατί δεν ήθελα να χάσω την τιμή μου όπως έλεγε η γιαγιά, ή τη χιλιοκατουρημένη μου πετσούλα όπως έλεγε μια θεία αλανιάρα.
Βλακείες. Στην πραγματικότητα κομπλάριζα.
Τελικά έχασα μόνο το γκόμενο γιατί αγαπούσε λέει τη Γιώτα, η οποία Γιώτα ήταν χοντρή και κοντή. Εκεί έκλαψα σαν γεώτρηση όχι για τη χυλόπιτα, αλλά για την αντίζηλο.
Πόσο χειρότερη ήμουν;; Επίσης, τι δουλειά έκανε αυτός ο ηλίθιος;
Με σπασμένο ηθικό και μερικούς ακόμη έρωτες που διαρκούσαν όσο τα φρέσκα γάλατα, βρήκα επιτέλους ανταπόκριση.
Ήμουν 16, αυτός 21, αλλά ολοκληρώσαμε σαν σαραντάρηδες.
Επιτέλους έγινα γυναίκα.Δε θα κομπλάριζα πια, ήμουν ελεύθερη να πηδιέμαι με όποιον ήθελα.
Αλλά δεν του τα φόρεσα ποτέ.
Όσο πιο γελοίος γινόταν, τόσο πιο πολύ κολλούσα μαζί του.
Τελικά στα 19 μου εξαφανίστηκα αφήνοντας ένα ζευγάρι παπούτσια σπίτι του.
Δεν ήθελα να του τα δώσω στο χέρι.
Το επάγγελμα του δεν το γνωρίζει κανείς, δεν δούλεψε ποτέ.
Όπως είπα, είμαι πολύ ερωτιάρα και δεν υπάρχει περίπτωση να μείνω μια ολόκληρη ημέρα χωρίς να νιώθω ερωτευμένη με κάποιον.
Αν με αφήσεις στο βουνό θα ερωτευτώ τον τσοπάνο, ή τον πλάτανο, ανάλογα ποιον θα βρω πρώτο.
Καταλαβαίνεις όμως το είδος της ανταπόκρισης που έχω.
Στην Αθήνα πάντως, έβρισκα άντρες εύκολα κι έτσι μεγάλωσα πιάνοντας τον έναν και αφήνοντας τον άλλον, πόντος μέσα, πόντος έξω, ωραιότατο πουλόβερ.
Και πάντα άτυχη.
Μερικούς τους ερωτεύτηκα πολύ δυνατά.
Βέβαια, αυτό το πίστευα μέχρι που ερωτευόμουν τον επόμενο, ο οποίος αυτομάτως έσβηνε σαν γόπα τον προηγούμενο.
Περίεργο πράγμα.
Ερωτεύεσαι, κάνεις την παρκετέζα στα πατώματα, φλερτάρεις με το Gilette G2 και κάποια στιγμή συνέρχεσαι απότομα σαν να σε μπουγελώσανε με εξυπνόνερο.
Τότε βλέπεις σε dvd όλα τα δεινά που πέρασες, ρίχνεις μια ροχάλα και φεύγεις νομίζοντας ότι γλίτωσες.
Αλλά σε λίγο καιρό πας και ερωτεύεσαι έναν ίδιο.
Ο δικός μου «ίδιος» είναι ο άντρας που αρχίζει να με θεωρεί δεδομένη με όλα τα συμπαρομαρτούντα.
Δηλαδή: «έλα να σε πηδήξω», «βαριέμαι να ξυριστώ», «τσίμπα ένα φρύδι» μέχρι τα πιο ρομαντικά: «όλο γκρινιάζεις», «βαριέμαι να 'ρθω μαζί σου», «κουβάλα τα μπουκάλια μόνη σου», «η Ντορίτα είναι παιδική μου φίλη» και λοιπά κουζινικά.
Τους «ίδιους» μου τους διώχνω πάντα με τον ίδιο τρόπο. Μέσα σε πέντε λεπτά.
Γιατί τους διώχνω στο τέλος κι ας έχω υπομείνει για καιρό τη γαλότσα στον εγκέφαλο να λασπώνει τα χαλιά.
Μόνο ένας πρόλαβε και με έδιωξε πριν καν με θεωρήσει δεδομένη και αρχίσει να μου φέρεται σαν πατσαβούρα.
Γι αυτό κοιμόμουν επί μήνες στο πατάκι του σαν σκύλος.
Κι όταν πια βαρέθηκα και πήγα να βρω άλλο αφεντικό, του ‘ριξα μια γερή δαγκωνιά στο πόδι, θέλοντας να σιγουρευτώ ότι θα με θυμάται.
Το επάγγελμα του; Αναίσθητος.
Καβάντζωσα τα 37 και ακόμα ερωτεύομαι. Διάφορα επαγγέλματα. Με την ίδια ατυχία όμως.
Ελπίζω όταν πεθάνω να μην ερωτευτώ τον νεκροθάφτη.
Και αν συμβεί, ελπίζω αυτός τουλάχιστον να μου φερθεί καλά.
Με αγάπηΛόρνα»
Απάντηση: Το μόνο κακό με τον νεκροθάφτη είναι ότι δε θα μπορείς να του χαρίσεις παιδιά.